οινοποίηση

οινοποίηση
(-ις (-εως)] η производство вина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οινοποίηση" в других словарях:

  • οινοποίηση — η το σύνολο τών τεχνικών μεθόδων που εφαρμόζονται για τη μετατροπή τού χυμού τών σταφυλιών σε οίνο μετά την απαιτούμενη ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοποιῶ. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοποίησις, μαρτυρείται από το 1881 στον Μ. Θ. Χαιρέτη] …   Dictionary of Greek

  • οινοποίηση — η η μετατροπή του χυμού του σταφυλιού (μούστου) σε κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • λήμνιος — Προσωνυμία του θεού Ήφαιστου στη Λήμνο. Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Δίας μάλωσε μία φορά με την Ήρα και ο Ήφαιστος πήρε το μέρος της μητέρας του. Ο Δίας τότε θύμωσε, τον έπιασε από το πόδι και τον πέταξε στο άπειρο. Μετά από πτώση που διήρκεσε μία… …   Dictionary of Greek

  • προοινοποιώ — έω, Α [οἰνοποιῶ] προετοιμάζω τα σταφύλια για οινοποίηση, πατώ πρώτα τα σταφύλια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»